λεξιλογία

λεξιλογία
η
η επιστήμη που ασχολείται με τους τεχνικούς όρους, η ονοματολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *λεξιλόγος < λέξις + -λόγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Παναγ. Χιώτη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • λέξη — η (AM λέξις) 1. το μικρότερο στοιχείο τού προφορικού ή γραπτού λόγου με το οποίο εκφράζεται μια έννοια ή μια σχέση και το οποίο είναι φθόγγος ή αυτοτελές σύνολο φθόγγων (α. «άκλιτη λέξη» β. «μονοσύλλαβη λέξη» γ. «ἡ γὰρ λέξις αὕτη τοῡτο σημαίνει… …   Dictionary of Greek

  • Βίτγκενσταϊν, Λούντβιχ Γιόζεφ Γιόχαν — (Ludwig Josef Johann Wittgenstein,Βιέννη 1889 – Κέιμπριτζ 1951).Αυστριακός φιλόσοφος. Πήρε δίπλωμα μηχανικού στην Αυστρία και στη συνέχεια έφυγε στην Αγγλία για ειδίκευση. Εκεί συναντήθηκε με τον Μπέρτραντ Ράσελ και έγινε μαθητής του, στρέφοντας… …   Dictionary of Greek

  • Ταλμπό, Eζέν — (Talbot, 1814 – 1894). Γάλλος συγγραφέας και ελληνιστής. Σπούδασε φιλολογία στο Παρίσι, διορίστηκε καθηγητής της ρητορικής στο κολέγιο Λουδοβίκου του Μεγάλου και το 1854 στο λύκειο του Βοναπάρτη. Έγραψε Σχετικά με τον μύθο του Μ. Αλεξάνδρου στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”